- περιναύτιος
- -ον, Ααυτός που πάσχει από ναυτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ναυτία + επίθημα -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιναύτια — περιναύτιος sea sick neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)